κεραός

κεραός
κεραός, -ά, -όν, ποιητ. τ. θηλ. κεράς, -άδος (Α)
1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («εὑρών... ἔλαφον κεραόν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέρατο, κεράτινος («κεραοὺς δὲ πέριξ ὑπεβάλλετο τοίχους», Καλλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κερα-Fός. Αντιστοιχεί επακριβώς στο λατ. cervus «ελάφι». Συνδέεται επίσης με το γαλατ. carw «ελάφι» κατά ρωσ. krava και korova «αγελάδα». Όλοι αυτοί οι τ. είναι παράγωγα διαφόρων μεταπτωτικών βαθμίδων τής ΙΕ ρίζας *ker (ә)- στην οποία ανάγονται και τα κέρας, κάρα. Βλ. και λ. κέρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κεραός — horned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραός — horned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέραος — κέρας Aër. neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραῶν — κεραός horned fem gen pl κεραός horned masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραόν — κεραός horned masc acc sg κεραός horned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερααί — κεραός horned fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραοῖο — Κεραός horned masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραοῖο — κεραός horned masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραοῖς — Κεραός horned masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραοῖς — κεραός horned masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”